- ψωμοκόλαξ
- -ακος, ὁ, Ααυτός που κολακεύει κάποιον για να τού δώσει τροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός «κομμάτι, μπουκιά» + κόλαξ, -ακος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψωμοκόλακες — ψωμοκόλαξ flatterer for morsels of bread masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμοκόλακος — ψωμοκόλαξ flatterer for morsels of bread masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… … Dictionary of Greek
ψωμοκολακεύω — Α [ψωμοκόλαξ, ακος] κολακεύω κάποιον για να μού δώσει τροφή … Dictionary of Greek